-
1 ἐξίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., [tense] aor. 1:— displace: hence, change, alter utterly,τὰν φύσιν Ti.Locr.100c
, Arist.EN 1119a23, cf. Plot.6.2.7;τὴν πολιτείαν Plu.Cic.10
;ἐ. τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Id.2.702a
.2 metaph., ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν drive one out of his senses, E.Ba. 850;νοῦ οἶνος ἐξέστησέ με E.Fr. 265
;τοῦ φρονεῖν X.Mem.1.3.12
;ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν D. 21.72
; simply ἐ. τινά drive one out of his senses, confound, amaze, Hp.Coac. 429;ἐξιστάντα καὶ φοβοῦντα τοὺς ἀνθρώπους Muson.Fr.8p.35H.
; diverts the attention,Arist.
Rh. 1408b23; excite, ib. 36, Ev.Luc.24.22; τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, Plu.Sol.21, Crass.23; alsoἐ. τινὰ τῶν λογισμῶν Id.Fab.5
;εἰς ἀπάθειαν ἐ. τὴν ψυχήν Id.Publ. 6
.3 get rid of, dispose of the claims of a person, Sammelb.5246.14(i B.C.), etc.4 ἐξεστᾰκότα ( ἐξεστηκότα cod.): εἰς δίκην κεκληκότα, Hsch.B intr. in [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:1 of Place, arise out of, become separated,ἐξ.. ἵστατο Νεῖκος Emp.36
, cf. 35.10; stand aside from, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ out of the way, Hdt.3.76;ἐκ τοῦ μέσου X.An.1.5.14
; θάκων καὶ ὁδῶν ἐ. [τινί] stand out of the way forhim, make way for him, Id.Smp.4.31;ἐκστῆναί τινι S.Ph. 1053
, Aj. 672, Ar.Ra. 354, etc.: abs., in same sense, E.IT 1229 (troch.), Ar. Ach. 617, etc.: metaph., is displaced, disordered,E.
Ba. 928;οὐδὲ μένει νοῦς.. ἀλλ' ἐξίσταται S.Ant. 564
.2 c. acc., shrink from, shun,νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ Id.Aj.82
;οὐδέν' ἐξίσταμαι D.18.319
;οὐδένα πώποτε κίνδυνον ἐξέστησαν Id.20.10
.3 go out of joint,ἐ. ἰσχίον Hp.Aph.6.59
, cf. Fract.14,6.II c. gen. rei, retire from, give up possession of,τῆς ἀρχῆς Th.2.63
, 4.28; ἐκστῆναι τῆς οὐσίας, ἁπάντων τῶν ὄντων, become bankrupt, Antipho 2.2.9, D.36.50;τῶν ὑπαρχόντων BGU473.11
(ii A. D.).2 cease from, abandon, τῆς φιλίας, τῶν μαθημάτων, Lys.8.18, X.Cyr.3.3.54; τῶνσπουδασμάτων Pl.Phdr. 249c
, etc.;οἱ τῶν πολιτικῶν ἐξεστηκότες Isoc. 4.171
;τῆς ὑποθέσεως D.10.46
; τῶν πεπραγμένων, i.e. disown them, Id.19.72;ἐ. τινὸς εἴς τι Pl.Lg. 907d
; also ἐ. ἄθλου τινί, στρατηγίας τινί, abandon it in his favour, Nic.Dam.73J., Plu.Nic.7;τῆς Σικελίας τινι Id.Pomp.10
.3 ἐκστῆναι πατρός lose one's father, give him up, Ar.V. 477; καρδίας ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν I depart from my heart's purpose, S.Ant. 1105; esp. φρενῶν ἐκστῆναι lose one's senses. E.Or. 1021, etc.;διὰ τὸ γῆρας τοῦ φρονεῖν Isoc.5.18
;ἐμαυτοῦ Aeschin.2.4
, Men.Sam. 276;ψυχὴ ἐξεστηκυῖα τῶν λογισμῶν Plb.32.15.8
: abs., to be out of one's wits, be distraught,ἐ. μελαγχολικῶς Hp.Prorrh.1.18
, cf. Men.Sam.64, etc.;ἐξέστην ἰδών Philippid.27
;ἐ. ὑπὸ γήρως Com.Adesp.860
; ταῖς διανοίαις Vett. Val.70.25; ; of anger,εὐθέως ἐξστησόμενος Phld. Ir.p.78
W.; to be astonished, amazed, Ev.Matt.12.23, Ev.Marc.2.12, etc.; lose consciousness, of Sisera, LXXJd.4.21.4 ἐξίστασθαι τῆς αὑτοῦ ἰδέας depart from, degenerate from one's own nature, Pl.R. 380d;ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
; [δημοκρατία] ἐξεστηκυῖα τῆς βελτίστης τάξεως Id.Pol. 1309b32
; αἱ δημοκρατίαι ἐ. εἰς τὰς ἐναντίας πολιτείας degenerate into.., ib. 1306b18, cf. Rh. 1390b28: abs.,ἐ. μὴ μεταφυτευόμενον Thphr.HP6.7.6
, etc., cf. Plu.2.649e; changing its properties, turning,Hp.
VM24; οἶνος ἐξεστηκώς or ἐξιστάμενος changed, sour wine, D.35.32, Thphr.CP6.7.5; πρόσωπα ἐξεστηκότα disfigured faces, X.Cyr.5.2.34.5 abs., change one's position, one's opinion, : opp. ἐμμένειν τῇ δόξῃ, Arist.EN 1151b4.6 of language, to be removed from common usage, Id.Rh. 1404b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίστημι
-
2 φρήν
φρήν, ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί ([etym.] ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):I midriff,κραδία φρένα λακτίζει A.Pr. 881
(anap.); elsewh. always in pl.,ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481
, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) ;τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b11
, cf. HA 496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely,πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
; , al.;φρένας.. εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr. 363
, cf. Eu. 159 (lyr.).2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear,τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10
; of joy and grief,φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186
;γάνυται φρένα ποιμήν 13.493
;τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362
;ἄχος πύκασε φρένας 8.124
;ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442
; of anger, Od.6.147; of courage,ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487
;ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475
, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it,ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104
(exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, ap. Arist.Ath.5.2;κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12
;φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
;μαινομένα φρενί Id.Th. 484
(lyr.);στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu. 986
(lyr.);Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34
; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch. 107;ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib. 1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El. 1463.3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought,ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296
;μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600
; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434;ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301
; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; ; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib. 121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον)ἐσθλῶν 9.514
;Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45
; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; ;ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp. 612
;κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193
, al.: pl., wits,Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
, cf. 454, 18.331;πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394
;ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
;βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724
;ἐξ... τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360
; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph. 865, E.Or. 1021, Ba. 944;τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant. 648
;ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47
;φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709
;φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); ; ; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp. 935, Ba.33;ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El. 390
;φρένες διάστροφοι A.Pr. 673
, S.Aj. 447;μαργότης φρενῶν Id.Fr. 846
;ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT 727
, etc.; of persons in their senses,ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant. 492
; (lyr.) (so in later Prose,οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19
, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); alsoἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag. 1052
;γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
;τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu. 153
; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; soαἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El. 387
; attributed to animals,μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245
, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose,τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104
; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7;παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90
;καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55
;νοῦς καὶ φρένες D.18.324
, cf. 25.33.4 will, purpose,οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194
;σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant. 993
, cf.OC 1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra. 886).
См. также в других словарях:
εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από … Dictionary of Greek